- νομισματοπώλης
- οαυτός που πουλά παλιά νομίσματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νομισματοπώλης — money changer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομισματοπώλης — ο (Α νομισματοπώλης) αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα, αργυραμοιβός νεοελλ. πωλητής αρχαίων νομισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, ατος + πώλης (< πωλῶ)] … Dictionary of Greek
ASEMA tunica — Graece ἄσημος, dicta apud Romanos quae clavis carebat: σημεῖον enim clavus vestis, σημειωταὶ clavata: vestes vocabantur, monente Casaubonô; et χιτῶνας πλατυσήμους, tunicas laticlavi, apud Strab. l. 2. reddit Ferrarius. Lamprid. in Alexandro, c.… … Hofmann J. Lexicon universale
CAMBIATOR — vox recentioris aevi, quâ denotatur Nummularuis seu Κολλυβιςτὴς, item Mutator, Graece καταλλακτης et ἀφγυρομοιβὸς: qui videlicet alterum metallu semper in alterius usum mutat, auraumque argentô et argentum aurô, ac utrumque aereâ monetâ permutat … Hofmann J. Lexicon universale
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
νομισματοπωλικός — ή, ό (Α νομισματοπωλικός, ή, όν) [νομισματοπώλης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομισματοπώλη 2. το θηλ. ως ουσ. η νομισματοπωλική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού νομισματοπώλη … Dictionary of Greek